τραπεζώδης

τραπεζώδης
τρᾰπεζ-ώδης, ες,
A = τραπεζοειδής, χωρίον Str.17.1.37, cf. Ruf.Oss.24, Sor.Fract.14.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τραπεζώδης — ῶδες, ΜΑ [τράπεζα] ο τραπεζοειδής …   Dictionary of Greek

  • τραπεζώδη — τραπεζώδης neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) τραπεζώδης masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) τραπεζώδης masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραπεζῶδες — τραπεζώδης masc/fem voc sg τραπεζώδης neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραπεζώδους — τραπεζώδης masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”